Δεν είναι τυχαία αυτός ο αγαπημένος μου πίνακας.
Σκάβω σκάβω σκάβω. Ξεθάβω.
Ανακαλύπτω.
Ζητώ απαντήσεις. Βασικά, τις ξέρω.
Επομένως θέτω ερωτήσεις. Επίμονα.
Ακούω μισόλογα, πατρονάροντάς με. Νομίζουν ότι θα βαρεθώ και θα σταματήσω.
Αμ δε.
Πήρα τα πράγματα στα χέρια μου, γιατί μόνο έτσι ξέρω πως θα γίνει η δουλειά μου. Βηματάκι βηματάκι, χούφτα χώμα χούφτα χώμα, σιγά σιγά ξεσκεπάζω ένα πελώριο χάος.
Και στην καρδιά αυτού, το δίκιο μου.
Για το άδικο που μου έκαναν, με τις ευλογίες ανεπαρκών υπηρεσιών και οργανισμών. Για συμφέρον. Για χρήματα. Για ένας θεός ξέρει τι.
Την τύχη μου μέσα σε αυτόν τον τόπο.
Ένιωσα ότι πέρασα από Συμπληγάδες τους τελευταίους μήνες. Εδώ διάθεση για βοήθεια δεν βρήκα καμία.
Ομερτά.
Αλλού όμως, έξω, κάποιοι ακόμα έχουν φιλότιμο. Έχουν κράτος. Ακεραίοτητα. Τον ελάχιστο επαγγελματισμό.
Νόμιζαν ότι θα βαρεθώ και θα τα παραιτήσω γιατί (παρα)είναι δύσκολο.
Αμ δε.