Φοράω τη ρόμπα μου. Κάθομαι με το κεφάλι σκυφτό. Ακούω φωνές, μου μιλάνε, αλλά τις ακούω λες κι έρχονται από μακριά, είναι μπερδεμένες, δε βγάζω νόημα.
Δε θέλω να ακούσω. Θέλω να συγκεντρωθώ. Σε μένα. Θέλω να μείνω μες το κεφάλι μου και να βγάλω όλα τα υπόλοιπα έξω.
Κοιτάω τα χέρια μου, δεμένα, πληγωμένα, αλλά ξέρω πως πρέπει να συνεχίσω.
Το παίρνω απόφαση.
Σηκώνομαι. Πετάω τη ρόμπα. Αισθάνομαι εκτεθειμένη αλλά δυνατή. Ικανή. Τολμηρή ίσως, με μια αναίδεια του τύπου 'σιγά μην με τσακίσουν όλα αυτά'.
Πατάω γερά στα πόδια μου, παίρνω βαθιά ανάσα και είμαι έτοιμη.
Το βλέπω μπροστά μου. Ένα περιφραγμένο χώρο όπου πάλι θα μπω με ελπίδες, προσδοκίες και λυσσασμένη για νίκη.
Στέκομαι στη γωνιά μου. Σε βλέπω. Σε κοιτάω με το μάτι μου το περίεργο, μη μου πάρεις τον αέρα. Και τότε χτυπά το καμπανάκι.
Σαν παλαιστές, κάνουμε κύκλους μέσα στο ρινγκ. Με λυγισμένα γόνατα, ανοιχτά χέρια και τα μάτια καρφωμένα ο ένας στο άλλο. Κοντοζυγίζουμε. Με πλάγια βήματα.
Αργά.
Δεν ακούγεται τίποτα.
Κοιτιόμαστε στα μάτια, στην περίπτωση που πάει ο ένας να παραβγει του άλλου.
Και σιγά σιγά πλησιάζουμε. Τόσο, που ρουφάει πια ο ένας την ανάσα του άλλου.
Υγρή. Βαθιά.
Και όταν τελικά συναντιόμαστε στη μέση του ρινγκ, δεν υπάρχει κανένας, ούτε διαιτητής, ούτε κοινό, ούτε καν οι φόβοι μας, οι ανασφάλειες μας, κι όλα αυτά που μας κάνουν να αμφισβητούμε.
Η αναμέτρηση είναι μεταξύ εμένα κι εσένα.
"Αρέσκεις μου ρε μιτσή" σου λέω.
"Κι εμένα ρε μιτσιά" μου απαντάς.
Πόσο ironic, που μέσα στο ρινγκ μας πιάνουν τα γέλια. Από τον αυθορμητισμό της ατάκας που βγήκε τόσο αβίαστα και ξαφνικά.
Μπορούμε τότε να μην το γαμήσουμε σε παρακαλώ?
Μμμ. τι μου θυμίζει;
ΑπάντησηΔιαγραφήI wouldn't know
Διαγραφή