Αυτές οι χαζές συγκυρίες.
Να σε χωρίζει κυριολεκτικά μία πόρτα από αυτόν που παραμένει η πρώτη και τελευταία σου σκέψη. Και συνειδητά να μην την ανοίγεις.
Συνειδητά, όταν βγαίνει αυτός, εσύ να αλλάζεις δωμάτιο.
Κι ενώ πεθαίνεις να τον δεις, συνειδητά το αποφεύγεις.
Γιατί πήρα συνειδητά την απόφαση πρόσφατα να τον αποβάλλω. Εντελώς. Πρέπει. It's time.
Αλλά μια πόρτα ήταν αυτή. Κι ένας τοίχος. Άκουσα το γέλιο του. Τη φωνή του. Κοντοστάθηκα μια στιγμή είναι η αλήθεια. Ήθελα για μια στιγμή μόνο να αφεθώ και να μου δώσω την ψευδαίσθηση ότι δεν είμαστε στο τώρα, ότι είμαστε ακόμα στο τότε κι ότι αν ανοίξω αυτή τη γαμημένη πόρτα και μπω, θα σε δω και θα με δεις και θα είμαστε εμείς, αυτοί που ήμασταν, αυτό που ήμασταν, και θα σκάμε αυτά τα χαζά χαμόγελα ο ένας στον άλλο.
Σκέψου τώρα αυτό το μακρινό κινηματογραφικό πλάνο: μια πολυκατοικία, δύο δωμάτια δίπλα δίπλα. στο ένα εσύ, στο άλλο εγώ και να μην διασταυρώσουμε ματιές. Μόνο sound waves.
Ενώ έχουμε ανταλλάξει φιλιά, ανάσες, λόγια, χάδια.
To closure μας δεν έγινε ποτέ. Κι αυτό είναι που με έχει στοιχειώσει. Κι ενώ λένε πως όσοι δεν είπαν αντίο θα ξανασυναντηθούν, εγώ σου λέω ότι δεν. το. αντέχω. άλλο.
Γι' αυτό αποφάσισα ότι πρέπει -και με κάθε τρόπο- να τον αποβάλλω. Κι έτσι συνειδητά δεν τον είδα.
Τι να την κάνω την κουβέντα της πλάκας ενώ έχεις υπάρξει γυμνός στο κρεβάτι μου?
Έφυγα όσο πιο γρήγορα μπορούσα από τη δουλειά που είχα να κάνω εκεί κι έφυγα, μια σκιά μες το σκοτεινό διάδρομο. Και πάλι κοντοστάθηκα στην πόρτα. Άκουγα τη φωνή σου.
Είχα καιρό να την ακούσω.
Βγήκα στο δρόμο, κοίταξα αυτό το τεράστιο φωτεινό φεγγάρι και σκέφτηκα, ότι ίσως κάποιους ανθρώπους τελικά να πρέπει να τους αγαπάμε από απόσταση. Όσο κι αν μας πειράζει.
Και μετά έρχεσαι σπίτι και κάνοντας ένα διάλειμμα από την -πολλή- δουλειά που σε περιμένει, κάθεσαι και γράφεις στο blog για αυτό που ένιωσες νωρίτερα σήμερα γιατί παραμένει έντονο και σου τρυπάει το μυαλό.
If a writer falls in love with you, you can never die.
Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016
Δευτέρα 14 Μαρτίου 2016
No Smoking In the Bedroom
I'm standing on my balcony, breathing in the fresh spring air. Sipping white wine. Smoking.
I'm sure I can hear a Coldplay song playing from somewhere not that far away.
And then the door bell rings.
Which startles me because I'm not expecting anyone and yet, even though it's quite late, I'm not worried or afraid. I'm actually intrigued by this unexpected visit on my otherwise slow evening.
So I answer the door and there you are. You. In all your youness.
God why are you wet? Has it been raining? It wasn't raining here. Where have you come from?
I just look at you. I have about a thousand questions going on in my head but right now, I can't even breathe any of them. They don't even matter.
You gaze up, look at me straight in the eye, and speechless as we are, I let you come in.
I close the door. You take a few steps, you look around, as if to assess any changes in my house, see if it still looks like the way you remember it. And I'm standing frozen by the door, looking at your back, your wet jacket and I'm trying to understand how and why you're here. Again,
All while thinking "please don't go away".
And then you turn around. You take 4 decisive steps towards me until we are face to face, so close I can feel your breath going down my throat.
You put your arms around me and at first I can't understand if you want to hug or hurt me.
Then I feel your wet mouth on mine and the next thing I know, we are naked, sweaty and breathless in my bed,
I stare at the ceiling and light a cigarette. I stopped smoking in the bedroom a long time ago and I wonder what on earth made me break my rule tonight. I'm such a cliche, I'm thinking, and where on earth did I leave that wine I was drinking?
You're next to me, sorta dozing off but all of a sudden you give me a look, a perfect mixture of clarity and confusion. You sit up just a bit, and you're about to say something, you hesitate and take the cigarette from my mouth.
You take a long drag and look me in the eye and you finally speak: "So what does this make us now?"
I look at you. Your beautiful face and I feel tears burning my eyes. And I say: "Nostalgic".
And I woke up with such a force, it took me a while to realize it was just a dream, and that no, there was no smoking in the bedroom.
So I get up, go to the kitchen, where surprise surprise there's the wine glass and right next to it my phone, with a text from you that remained unanswered.
The mind is one messed up motherfucker sometimes I tell you.
I'm sure I can hear a Coldplay song playing from somewhere not that far away.
And then the door bell rings.
Which startles me because I'm not expecting anyone and yet, even though it's quite late, I'm not worried or afraid. I'm actually intrigued by this unexpected visit on my otherwise slow evening.
So I answer the door and there you are. You. In all your youness.
God why are you wet? Has it been raining? It wasn't raining here. Where have you come from?
I just look at you. I have about a thousand questions going on in my head but right now, I can't even breathe any of them. They don't even matter.
You gaze up, look at me straight in the eye, and speechless as we are, I let you come in.
I close the door. You take a few steps, you look around, as if to assess any changes in my house, see if it still looks like the way you remember it. And I'm standing frozen by the door, looking at your back, your wet jacket and I'm trying to understand how and why you're here. Again,
All while thinking "please don't go away".
And then you turn around. You take 4 decisive steps towards me until we are face to face, so close I can feel your breath going down my throat.
You put your arms around me and at first I can't understand if you want to hug or hurt me.
Then I feel your wet mouth on mine and the next thing I know, we are naked, sweaty and breathless in my bed,
I stare at the ceiling and light a cigarette. I stopped smoking in the bedroom a long time ago and I wonder what on earth made me break my rule tonight. I'm such a cliche, I'm thinking, and where on earth did I leave that wine I was drinking?
You're next to me, sorta dozing off but all of a sudden you give me a look, a perfect mixture of clarity and confusion. You sit up just a bit, and you're about to say something, you hesitate and take the cigarette from my mouth.
You take a long drag and look me in the eye and you finally speak: "So what does this make us now?"
I look at you. Your beautiful face and I feel tears burning my eyes. And I say: "Nostalgic".
And I woke up with such a force, it took me a while to realize it was just a dream, and that no, there was no smoking in the bedroom.
So I get up, go to the kitchen, where surprise surprise there's the wine glass and right next to it my phone, with a text from you that remained unanswered.
The mind is one messed up motherfucker sometimes I tell you.
Σάββατο 12 Μαρτίου 2016
Φωτιά Στην Έρημο
Anyway, ένα από αυτά τα τραμακτικά μέρη ήταν σε μια χώρα που -μέχρι τότε- δε θα μπορούσα να σ'τη δείξω στο χάρτη και σίγουρα δεν την προφέρω -ακόμα- με απόλυτη ευφράδεια.
Οι πύλες της κόλασης στο Τουρκμενιστάν.
Κι όπως είμαι κολλημένη στην κίνηση σήμερα, το θυμήθηκα.
Κι ενώ καταλαβαίνω αυτό τον συνειρμό λογικά, αλλού θέλω να καταλήξω επομένως, bear with me for a moment please.
Λοιπόν, τι παίζει εκεί στο Τουρκμενιστάν? Μες τη μέση της ερήμου, υπάρχει ένας τεράστιος κρατήρας ο οποίος καίει εδώ και δεκαετίες, εξού και η πραγματικά δυσοίωνη ονομασία. Εκεί μες την έρημο υπήρχε ένα πεδίο φυσικού αερίου που κατέρρευσε κάπου στη δεκαετία του 70' και οι γεολόγοι είχαν την πραγματικά φαεινή ιδέα να του βάλουν φωτιά, να καεί το αέριο και να μην έχουν διαρροές μεθανίου στη γύρω περιοχή. Κι εκεί που περίμεναν ότι το θέμα θα τελείωνε σε μερικές βδομάδες, το πράγμα καίει ασταμάτητα μέχρι και σήμερα.
Όπως είμαι κολλημένη λοιπόν στην κίνηση, μου έρχεται φλασιά αυτό το θέαμα και λέω κοίτα να δεις, you are in hell Tinks. Τότε, way back then, που επιχείρησα να του βάλω φωτιά αυτού του... συναισθήματος για να ξεμπλέξω, με την σκέψη ότι λίγο θα πάρει και θα τελειώσει και θα ηρεμήσω επιτέλους, είμαι τώρα τόοοσο καιρό μετά και ακόμα τραβάω τα μαλλιά μου.
Τραγικό ή αστείο, it's one hell of a sight.
Κυριακή 6 Μαρτίου 2016
Ψυχοσάββατο.
Άκουσα το όνομα σου δυο τρεις φορές αυτή τη βδομάδα.
Τυχαία.
Από τυχαίους, άσχετους μεταξύ τους, ανθρώπους.
Δεν το έπαιρνα για σημάδι?
Και κάθε φορά το ίδιο: Να μου παγώνει το αίμα. Να κρατάω την αναπνοή μου, χωρίς καν να το αντιλαμβάνομαι.
Μικρός που είναι ο κόσμος. Κι αυτός ο τόπος ακόμα μικρότερος.
Θλιβερό.
Ψυχοσάββατο σήμερα.
Τι δάκρυα ήταν αυτά? Ανεξήγητα, αψυχολόγητα.
Από το πρωί.
Δεν το κατάλαβα.
Και πώς γίνεται να είμαι λιώμα τώρα και.. δεν έχω ανάσα.
You were there.
A ghost.
Δε σε είδα όμως.
Τα μάτια σου, δεν τα είδα. Πού είναι τα μάτια σου?
Χαϊδεύω φωτογραφίες για να παρηγορηθώ που δεν έχω αγγίξει το πρόσωπο σου εδώ και μήνες.
Και να μου έρχεται να βάλω τα γέλια που με λένε γυναικάρα και wow και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο.
Σκατά.
Σκιά μου έχω γίνει.
Η σκιά σου είναι ακόμα μες το σπίτι μου και δεν έχω προχωρήσει.
And yet, we breathed the same air and I didn't even see you.
Μετά ένα sms και μάζευε πάλι τα κομμάτια σου.
Ψυχοσάββατο δε θυμάσαι τους πεθαμένους? Τυπικά τουλάχιστον?
Κι εσύ, από το μυαλό μου, δεν έφυγες λεπτό.
Μήνες τώρα.
Μου σηκώθηκε η τρίχα είναι η αλήθεια. Την ανατριχίλα την ένιωσα.
Λες και το δωμάτιο πάγωσε και μπορουσα να δω την ανάσα μου.
Αλλά ούτε καν το σκέφτηκα. Δεν μπορούσα να σκεφτώ ότι...
Εσύ.
Εσύ, εσύ εσύ!
Που ψοφάω να σε δω και δεν σε είδα.
Απόψε.
Που νιώθω ότι είδα φάντασμα.
Τουλάχιστον με είδες εσύ. όπως είπες.
Σου έλειψα καθόλου ή γάμησέ τα?
Τυχαία.
Από τυχαίους, άσχετους μεταξύ τους, ανθρώπους.
Δεν το έπαιρνα για σημάδι?
Και κάθε φορά το ίδιο: Να μου παγώνει το αίμα. Να κρατάω την αναπνοή μου, χωρίς καν να το αντιλαμβάνομαι.
Μικρός που είναι ο κόσμος. Κι αυτός ο τόπος ακόμα μικρότερος.
Θλιβερό.
Ψυχοσάββατο σήμερα.
Τι δάκρυα ήταν αυτά? Ανεξήγητα, αψυχολόγητα.
Από το πρωί.
Δεν το κατάλαβα.
Και πώς γίνεται να είμαι λιώμα τώρα και.. δεν έχω ανάσα.
You were there.
A ghost.
Δε σε είδα όμως.
Τα μάτια σου, δεν τα είδα. Πού είναι τα μάτια σου?
Χαϊδεύω φωτογραφίες για να παρηγορηθώ που δεν έχω αγγίξει το πρόσωπο σου εδώ και μήνες.
Και να μου έρχεται να βάλω τα γέλια που με λένε γυναικάρα και wow και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο.
Σκατά.
Σκιά μου έχω γίνει.
Η σκιά σου είναι ακόμα μες το σπίτι μου και δεν έχω προχωρήσει.
And yet, we breathed the same air and I didn't even see you.
Μετά ένα sms και μάζευε πάλι τα κομμάτια σου.
Ψυχοσάββατο δε θυμάσαι τους πεθαμένους? Τυπικά τουλάχιστον?
Κι εσύ, από το μυαλό μου, δεν έφυγες λεπτό.
Μήνες τώρα.
Μου σηκώθηκε η τρίχα είναι η αλήθεια. Την ανατριχίλα την ένιωσα.
Λες και το δωμάτιο πάγωσε και μπορουσα να δω την ανάσα μου.
Αλλά ούτε καν το σκέφτηκα. Δεν μπορούσα να σκεφτώ ότι...
Εσύ.
Εσύ, εσύ εσύ!
Που ψοφάω να σε δω και δεν σε είδα.
Απόψε.
Που νιώθω ότι είδα φάντασμα.
Τουλάχιστον με είδες εσύ. όπως είπες.
Σου έλειψα καθόλου ή γάμησέ τα?
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)