Μου αρέσει αυτό που κάνουμε.
Δεν θυμάμαι αν στο είπα ποτέ. Αλλά μου αρέσει. Είναι λίγο σκανδαλιάρικο. Ίσως για αυτό μου αρέσει.
Δίνουμε στον εαυτό μας μια καλή δικαιολογία να ξαναγίνουμε παιδιά. Αυτά τα παιδιά που τρώνες κρυφά από τη μαμά τις σοκολάτες. Που τις κρύβει βαθιά στο ψηλότερο ντουλάπι της κουζίνας, ενώ την κρυφοκοιτάμε από την πόρτα χωρίς να ξέρει ότι γνωρίζουμε την γλυκιά κρυψώνα της.
Κι όταν φύγει, πιάνουμε σιγά σιγά την καρέκλα, την σηκώνουμε για να μην τρίξει στο πάτωμα και ανεβαίνουμε για να πάρουμε μια σοκολάτα. Μια παραπάνω από ότι δικαιούμαστε. Μπορεί και να μην την θέλουμε στα αλήθεια, αλλά ο πειρασμός της είναι τόσο μεγάλος και τόσο γλυκός που μας κάνει να την θέλουμε παραπάνω.
Αυτό κάνουμε. Εξαφανιζόμαστε μια στο τόσο από όλους και όλα και τρώμε κρυφά σοκολάτες. Παίρνουμε το αυτοκίνητο, πάμε κάπου ψηλά και ήσυχα, ξαπλώνουμε στο καπό και κοιτάμε τα αστέρια.
Δεν είμαστε σαν τους άλλους εμείς: εμείς δεν μεγαλώσαμε. Μπορεί να ψηλώσαμε, να παχύναμε, να χόντρυνε η φωνή μας αλλά μείναμε παιδιά. Σε αυτό το καβούκι του ενήλικα, κρύψαμε καλά το παιδί μας, σαν εκείνη την γλυκιά ντουλάπα της κουζίνας, που έκρυβε ένα τόσο γλυκό και νόστιμο κόσμο, αλλά δεν το ήξερε κανείς.
Μου αρέσει αυτό που κάνουμε. Που κάνουμε ακόμα σκανδαλιές. Κοιτιόμαστε στα μάτια και χαμογελάμε πονηρά γιατί έχουμε ένα μυστικό. Κανείς δεν ξέρει ότι παραμείναμε παιδιά. Κανείς δε μπορεί να καταλάβει αυτά με τα οποία γελάμε και διασκεδάζουμε εμείς. Νομίζουν ότι είμαστε κι εμείς στα αλήθεια ενήλικες, αλλά δεν είμαστε; παραμείναμε ονειροπόλοι, ρομαντικοί και όμορφοι. Παραμείναμε παιδιά, και δεν το ξέρουνε.
Κι εκεί, πάνω στο καπό, μακριά από όλους, εκεί που είμαστε ασφαλείς, μου λες ιστορίες. Και τις λες τόσο ωραία, τόσο παραστατικά. Λάμπουν τα μάτια σου κι όταν χαμογελάς, λάμπεις ολόκληρος. Κοιτάμε τα αστέρια και με ταξιδεύεις σε όλα αυτά που έχεις δει. Κι επειδή τα λες τόσο όμορφα, τόσο αληθινά και τόσο χαρούμενα, νιώθω πως τα είδα και τα έζησα κι εγώ.
Κι ενώ κοιτάμε τον ουρανό και μετράμε τα αστέρια, έρχεται πάντα εκείνη η στιγμή που σωπαίνουμε. Η στιγμή που έχουμε μετρήσει πια όλα τα αστέρια και που ξέρουμε ότι σε λίγο θα πρέπει να ξυπνήσουμε τον ενήλικα μας.
Είναι η ώρα που αρχίζει να φυσάει λίγο πριν ξημερώσει. Και με παίρνεις αγκαλιά και μου φιλάς τα μαλλιά κάτω από τα αστέρια, ενώ εγώ κουρνιάζω -έστω για λίγο ακόμα- βαθιά στην αγκαλιά σου, χώνοντας τη μούρη μου στο λαιμό σου.
Και είναι τόσο ωραία. Σαν την πιο νόστιμη, χορταστική, γλυκιά σοκολάτα.
"Για μένα θα είσαι πάντα Αύγουστος" μου λες.
Χαμογελάω και δεν το βλέπεις έτσι όπως είμαι κρυμμένη στην αγκαλιά σου. Αλλά το καταλαβαίνεις ότι μου αρέσει. Σε γαργαλάει η ανάσα μου, και χαμογελάς κι εσύ.
"Εσύ θα είσαι πάντα το μικρό μου δακτυλάκι, αυτό στο δεξί μου πόδι" σου απαντώ.
Αυτό που πάντα το χτυπάω σε γωνίες, τραπέζια και παπούτσια, αυτό που υποφέρει από την φόρα και την βιασύνη μου, αυτό που με γονατίζει από τον πόνο. Αυτό το τόσο μικρό μέρος του σώματός μου, που μου δίνει όμως ισορροπία. Αυτό το μικρό κομματάκι, που με κάνει όμως πλήρη.
Αυτό που ενώ έχει χτυπηθεί τόσες φορές, που με έχει τσακίσει από τον πόνο άλλες τόσες, κι όμως παραμένει δυνατό, ανθεκτικό και στη θέση του.
"Πες μου ακόμα μια ιστορία πριν φύγουμε" σου λέω.
Κι ενώ αρχίζει να χαράζει, και οι πλάτες μας έχουν κρυώσει στο κρύο μέταλλο του αυτοκινήτου, η φωνή σου με ταξιδεύει σε μέρη και πράγματα που δεν έχω δει, κι όμως αισθάνομαι πως τα έχω κιόλας ζήσει.